Το πανάρχαιο έθιμο των Κουδουνοφόρων αναβιώνει κάθε χρόνο στον Σοχό Θεσσαλονίκης
Το πανάρχαιο έθιμο των Κουδονοφόρων του Σοχού αναβιώνει κάθε για χρόνο δυο εβδομάδες πριν την Καθαρά Δευτέρα.
Η κορύφωση του δρώμενου λαμβάνει χώρα την Καθαρά Δευτέρα και το Σαββατοκύριακο που προηγείται, με την αναβίωση των εθίμων των Κουδουνοφόρων στους δρόμους του Σοχού ή Μεριού όπως ονομάζεται αλλιώς το χωριό. Η ζωή των κατοίκων είναι στενά συνυφασμένη με την ύπαρξη του εθίμου (και μοναδικού φαινομένου) ενώ κάποτε οι προετοιμασίες διαρκούσαν ολόκληρο το έτος. Μαζί με την ξεχωριστή στολή των Κουδουνοφόρων που από μόνη της αποτελεί για πολλούς ένα must- see στον Σοχό, οι εορτασμοί που ξεκινούν δυο εβδομάδες πριν την Καθαρά Δευτέρα περιλαμβάνουν πολιτιστικά δρώμενα που αναβιώνουν με βασικούς πρωταγωνιστές τους ίδιους τους Κουδουνοφόρους. Το βράδυ του Σαββάτου πριν την Καθαρά Δευτέρα παρακολουθούμε το έθιμο «Ζάμπους», μια καθαρτήρια φωτιά σε τρια σημεία του χωριού, με σκοπό να ξορκίσουν την κακοδαιμονία του χειμώνα. Ένα ακόμα είναι και το έθιμο της συγχώρεσης γνωστό και ως «Προβοτσάνι»: Οι μικρότεροι ζητούν άφεση αμαρτιών από τους μεγαλύτερους και εκείνοι με τη σειρά τους, τους προσφέρουν τη συχώρεση μαζί με ένα πορτοκάλι. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων είναι η συγκέντρωση- παρέλαση των Κουδουνοφόρων στους δρόμους του χωριού την Καθαρά Δευτέρα που συνοδεύεται με χορό και σαρακοστιανά κεράσματα, δραστηριότητες και δρώμενα που θα μεταφέρουν σε όλους τους επισκέπτες της Αποκριάς του Σοχού το ξέφρενο κλίμα του καρναβαλιού.
Οι βαθιές ρίζες του εθίμου εντοπίζονται στην αρχαιότητα και φαίνεται πως είναι συνδεδεμένες με τις γιορτές της άνοιξης που σχετίζονταν με την καρποφορία, τις Διονυσιακές τελετές και τα Βάκχεια. Άλλωστε, για επί σειρά αιώνων οι κάτοικοι πίστευαν πως αν το καρναβάλι δεν πετύχει ,τότε και η σοδειά τους θα πάει καλα.
Η χριστιανική παράδοση αναφέρεται στην ιστορία του Άγιου Θεόδωρου του στρατηλάτη που βρέθηκε σε δεινό σημείο πολεμικής αναμέτρησης με τους βαρβάρους όταν εκείνοι απέκοψαν τον ανεφοδιασμό της περιοχής απειλώντας τους κατοίκους της. Εναποθέτοντας και τις τελευταίες του ελπίδες στην βαθιά του πίστη και τον Θεό ο στρατηλάτης έδωσε εντολή να σφάξουν τα τελευταία γίδια που υπήρχαν στη γύρω περιοχή ώστε να χορτάσει την πείνα του ο στρατός. Εκτός όμως από αυτό, μοίρασε τις προβιές τους στους στρατιώτες και τους ζήτησε να τις φορέσουν κρεμόντας μάλιστα πάνω τους και τα κουδούνια των ζώων. Με αυτόν τον τρόπο έσπασαν τον εχθρικό κλοιό τρομάζοντας τους αντιπάλους οι οποίοι φοβισμένοι, τράπηκαν σε φυγή.
Η εντυπωσιακή στολή με τα μοναδικά της μέρη μπορεί να ζυγίζει έως 20 κιλά, πράγμα που μοιάζει πιστευτό αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός πως οι μασκαρεμένοι κουβαλούν πάνω τους, περασμένα γύρω από ένα υφασμάτινο ζωνάρι 7 μέτρων, ένα σύνολο από κουδούνια γνωστό και ως «ντουζίνα» αποτελούμενο από 4 μικρές κουδούνες και μία μεγαλύτερη, από όπου προέρχεται και το όνομα των «Κουδονοφόρων».
Δεν είναι όμως μόνο οι κουδούνες πάνω τους που προκαλούν το ενδιαφέρον και ξεσηκώνουν τους επισκέπτες στον Σοχό την περίοδο της Αποκριάς. Ολόκληρη η εσωτερική στολή είναι φτιαγμένη από δέρματα τράγων ή κατσικιών. Η περίτεχνη, μαύρη μάσκα τους είναι κεντημένη με πολύχρωμες κλωστές σε ζωντανά χρώματα, αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια και το στόμα. Τα λευκά ή μαύρα μουστάκια που φαίνονται κρεμασμένα από τη μάσκα είναι φτιαγμένα από ουρά αλόγου, ενώ η κεφαλοστολή που φέρει το γνωστό καλπάκι, όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, έχει ένα εντυπωσιακό πλουμιστό λοφίο απ' όπου κρέμονται εκατοντάδες πολύχρωμες κορδέλες και για να διατηρήσει το σχήμα του, γεμίζεται εσωτερικά με άχυρα. Αυτή η πετυχημένη μεταμφίεση εξασφάλιζε παλιότερα στους νέους του χωριού έναν σίγουρο τρόπο χάρη στον οποίο μπορούσαν να εκφράσουν το ενδιαφέρουν τους απέναντι στην κοπέλα που αγαπούσαν χωρίς να αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητά τους.